-
1 ενόχληση
[-ις (-εως)] η1) раздражение, причинение беспокойства, боли; 2) надоедание, досаждение; 3) см. ενόχλημα 2;με συγχωρείτε γιά την ενόχληση! — простите за беспокойство
См. также в других словарях:
Γερμανός, Φρέντυ — (Αθήνα 1934 – Αθήνα 1999). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος εκπρόσωπος του χιουμοριστικού διηγήματος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τηλεόρασης. Ξεκίνησε να γράφει το 1952, σε ηλικία 18 ετών, αρχικά… … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek